- μεταγλωττιστής
- ο, θηλ. μεταγλωττίστρια (Μ μεταγλωττιστής) [μεταγλωττίζω]μεταφραστής, ερμηνευτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek